Εκατόν πενήντα χρόνια από τη Συμμαχία Σερβίας – Ελλάδας το 1867

 

Του Μίλος Κόβιτς*

Πριν από ακριβώς εκατό χρόνια, στις 26 Αυγούστου 1867, στη λουτρόπολη Φέσλαου κοντά στη Βιέννη, η Ελλάδα και η Σερβία υπέγραψαν τη Συνθήκη Συμμαχίας, η οποία έθεσε τα θεμέλια της Α’ Βαλκανικής Συμμαχίας, με στόχο την απελευθέρωση των βαλκανικών λαών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο 1866-1868, στη Συμμαχία εντάχθηκαν ακόμη το Μαυροβούνιο και η Ρουμανία. Με μια σειρά μυστικές συμφωνίες εντάχθηκαν και οι εκπρόσωποι των λαών οι οποίοι τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν είχαν δικό τους κράτος – Βούλγαροι, Κροάτες και Αλβανοί.

Νότια του Δούναβη και του Σάβα, στα Βαλκάνια την εποχή εκείνη υπήρχαν μόνο τρία χριστιανικά κράτη – η Ελλάδα, η Σερβία και το Μαυροβούνιο. Μόνο η Ελλάδα ήταν ανεξάρτητη, ενώ η Σερβία και το Μαυροβούνιο ήταν αυτόνομες ηγεμονίες στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την εποχή εκείνη στην ηγεσία της Σερβίας και της Ελλάδας βρισκόταν από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της σύγχρονης Ιστορίας των δύο χωρών.

Στις διαπραγματεύσεις για τη Συμμαχία συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ από το Γλύξμπουργκ, ο πρίγκιπας Μιχαήλ Ομπρένοβιτς, οι πρωθυπουργοί Αλέξανδρος Κουμουνδούρος και ο Ηλίας Γκαράσανιν, καθώς και υπουργοί, διπλωμάτες και άλλοι εκπρόσωποι: Γιόβαν Ρίστιτς, Χαρίλαος Τρικούπης, Θεόδωρος Δεληγιάννης και ο Πέτρος Ζάνος.

Με τη Συμμαχία του 1867, η οποία συμπληρώθηκε από μια ειδική στρατιωτική σύμβαση, η Σερβία και η Ελλάδα δεσμεύτηκαν, μεταξύ άλλων, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1868 να προετοιμάσουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις για πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να παρέχει βοήθεια η μια στην άλλη σε περίπτωση που μια εξ αυτών δεχθεί επίθεση νωρίτερα.

Συμφωνήθηκε ότι τα βαλκανικά έθνη που θα ενταχθούν στον αγώνα της Ελλάδας και της Σερβίας θα μπορούν να αποφασίσουν εάν θέλουν να ενωθούν ή να σχηματίσουν δικά τους κράτη. Σήμερα ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάταξη της Συμμαχίας η οποία προβλέπει τον σεβασμό του δικαιώματος των χριστιανών της Ανατολής στην αυτοδιάθεση, καθώς και η αποτροπή κάθε προσπάθειας των Μεγάλων Δυνάμεων να καταλάβουν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Το σύνθημα του κυριάρχησε στις διαπραγματεύσεις των εκπροσώπων των χωρών της νοτιοανατολικής Ευρώπης ήταν «Τα Βαλκάνια στους Βαλκάνιους». Έχοντας συνειδητοποιήσει το κοινό πεπρωμένο και την αναγκαιότητα συνεργασίας, οι Έλληνες και οι Σέρβοι έπρεπε να δημιουργήσουν ταυτόχρονα τα δικά τους κράτη και να ελευθερώνουν όσους παρέμεναν εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η ανάμειξη των εθνών και των θρησκειών στις μη απελευθερωμένες περιοχές αποτελούσε εμπόδιο στη σωστή χάραξη των συνόρων. Αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να παραιτηθούν από τα μαξιμαλιστικά και εθνικιστικά σχέδια.

Είχαν κατανοήσει ότι οι μεγάλες δυνάμεις, καθοδηγούμενες από τα δικά τους, αλλά και τα μεταξύ των συγκρουόμενα συμφέροντα, δεν μπορούν να φέρουν μόνιμη ειρήνη στους βαλκανικούς λαούς. Οι ηγέτες των υπόλοιπων ευρωπαϊκών πρωτευουσών θα έπρεπε να δείξουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον αναφορικά με την ειρήνη στα Βαλκάνια από ό,τι οι ίδιοι οι βαλκανικοί λαοί, οι οποίοι έπρεπε να κατανοήσουν ότι υπάρχει μεταξύ τους αλληλεξάρτηση.

Οι μεταξύ τους εθνικιστικές συγκρούσεις αποτέλεσαν τα όπλα των μεγάλων δυνάμεων. Η συνεργασία και οι συμβιβασμοί μεταξύ των βαλκανικών λαών θα τους επέτρεπαν να παραμείνουν κύριοι του πεπρωμένου τους.

Ένα καλό παράδειγμα αυτού του τύπου συνεργασίας ήταν οι σχέσεις μεταξύ Σερβίας και Ελλάδας. Κατά τους τελευταίους δύο αιώνες οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών δεν ήταν πάντα αρμονικές και ιδανικές. Ωστόσο η Ιστορία μάς δείχνει ότι η συμφωνία του 1867 ήταν μόνο μία στιγμή μέσα στη μακρά ιστορία βαθιάς κατανόησης και αμοιβαίας υποστήριξης – και όχι μεταξύ των κρατών, αλλά μεταξύ των λαών. Αυτή η κατανόηση προέρχεται από την κοινή ορθόδοξη πίστη, αλλά και από τις κοινές ιστορικές εμπειρίες στην εποχή του Βυζαντίου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Κατά την περίοδο της απελευθέρωσης από την οθωμανική κυριαρχία και της δημιουργίας εθνικών κρατών, τον 19ο αιώνα, επίσης οι Έλληνες και οι Σέρβοι απέκτησαν παρόμοιες εμπειρίες και μοιράστηκαν κοινά ιδεώδη. Υπήρξαν ουσιαστικά δύο ισότιμες κοινωνίες που, παρ’ όλες τις διακυμάνσεις, υιοθέτησαν τις ιδέες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της εθνικής κυριαρχίας.

Η εσωτερική πολιτική ζωή των δύο χωρών έχει σημαδευτεί από συχνές πολιτικές κρίσεις, οι οποίες συχνά προκλήθηκαν λόγω της επιρροής των μεγάλων δυνάμεων. Παρ’ όλα αυτά, αναφορικά με τη συνταγματική τους εξέλιξη, υπήρξε σταδιακή μετάβαση από τη μοναρχία και ολιγαρχία στη δημοκρατία.

Η συμμαχία κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους(1912-1913) αποτελεί το βασικό ιστορικό σταυροδρόμι και τον κύριο σταθμό των υποδειγματικών σχέσεων μεταξύ των δύο εθνών τους τελευταίους δύο αιώνες. Δεν υλοποιήθηκε τότε μόνο η ιδέα του 1867, “Τα Βαλκάνια στους Βαλκάνιους”, αλλά εκ των προτέρων “μοιράστηκε η τράπουλα” για όλους τους μετέπειτα πολέμους στα Βαλκάνια.

Ακόμη και σήμερα, μετά από όλα τα «εθνικά σχίσματα» και τον Ψυχρό Πόλεμο, τους δύο λαούς ενώνει το βαθύ αίσθημα του κοινού συμφέροντος και του κοινού πεπρωμένου. Κατά τη διάρκεια των πολέμων, που είχαν αποτέλεσμα τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, οι Σέρβοι αισθάνθηκαν το ενδιαφέρον και την αλληλεγγύη του ελληνικού λαού. Η εμπειρία μάς διδάσκει ότι η βοήθεια και η στήριξη στις πιο δύσκολες στιγμές μένει για πάντα στη θύμησή μας.

 

*Ο Μίλος Κόβιτς είναι καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας, Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου

Αυτή η ανάρτηση είναι επίσης διαθέσιμη στο: грчки енглески