Ελλάδα και Σερβία παρουσιάζουν για τους Κινέζους μεγαλύτερο ενδιαφέρον για επενδύσεις, έναντι των άλλων γειτονικών χωρών της Βαλκανικής και της Μαύρης Θάλασσας, είπε ο ερευνητής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων «Clingendael» της Ολλανδίας, Frans Paul Van Der Putten, μιλώντας από το βήμα του συνεδρίου «Balkans & Black Sea Cooperation Forum», οι εργασίες του οποίου ολοκληρώνονται σήμερα στις Σέρρες.

Στην ενότητα με θέμα τη ναυτιλία, τις υποδομές και τις μεταφορές, ο Ολλανδός ομιλητής, γνώστης των επαφών και των ενεργειών που προηγήθηκαν της συμφωνίας ανάμεσα στο ελληνικό δημόσιο και την κινεζική εταιρία Cosco για τη διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων από το λιμάνι Πειραιά, χαρακτήρισε πολύ σημαντικό το επενδυτικό ενδιαφέρον της Κίνας για ολόκληρη την περιοχή της Βαλκανικής και της Θάλασσας. Ωστόσο, όπως είπε, η Κίνα, επιλέγει επαφές και συμφωνίες ξεχωριστά με κάθε χώρα, ενώ έχει κατατάξει τις χώρες της περιοχής ανάλογα με το –γεωγραφικό κυρίως- ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, στο πλαίσιο υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων για τη δημιουργία του λεγόμενου νέου «Δρόμου του Μεταξιού».

«Η Κίνα αρέσκεται σε διμερείς επαφές και συμφωνίες και η Ελλάδα με τη Σερβία κατέχουν τις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών για επενδύσεις», είπε ο Ολλανδός εισηγητής, υπογραμμίζοντας ότι συνδυαστικά με το λιμάνι του Πειραιά οι Κινέζοι σχεδιάζουν την ταχεία σιδηροδρομική σύνδεση Βελιγράδι – Βουδαπέστη, καθώς επίσης και την εκμετάλλευση των οδικών διαδρόμων «10» και «7» , που διέρχονται από τη Σερβία, αλλά και του λεγόμενου «διαδρόμου του Δούναβη» για τη μεταφορά κινεζικών προϊόντων στις ευρωπαϊκές αγορές.

Όπως είπε ο κ. Van Der Putten, μεγάλες ποσότητες κινεζικών προϊόντων καταλήγουν στις ευρωπαϊκές αγορές μέσω Ρωσίας, με τρένα, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η δημιουργία συνδυαστικών μεταφορών, μέσω Ιράν, Τουρκίας και Βουλγαρίας, κυρίως μετά το αποτυχημένο κινεζικό εγχείρημα για την εξασφάλιση λιμανιού στην περιοχή της Κριμαίας, εξαιτίας της διαμάχης ανάμεσα σε Ρωσία και Ουκρανία.

Στη σημασία που αποδίδουν οι Κινέζοι στη χρησιμοποίηση των λεγόμενων βαλκανικών οδικών και σιδηροδρομικών διαδρόμων, αναφέρθηκε και η καθηγήτρια πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο Βελιγραδίου, Jelica Stefanovic Stambuk, υπογραμμίζοντας τον καθοριστικό ρόλο που – όπως είπε – διαδραματίζει για τις κοινωνίες των πολιτών η λεγόμενη «διπλωματία της βιωσιμότητας». «Η Σερβία χρειάζεται περισσότερες σιδηροδρομικές συνδέσεις, περισσότερες υποδομές και είναι ανοιχτή σε επενδύσεις», επισήμανε η κ. Stefanovic Stambuk και έκανε γνωστό ότι οι ΗΠΑ παραμένουν οι κύριος επενδυτής στη χώρα της, ενώ οι Κινέζοι, εκτός από τις υποδομές, επενδύουν και στις τηλεπικοινωνίες.

Η υφυπουργός, αρμόδια για θέματα εξωτερικών υποθέσεων της Ρουμανίας, Anna Birchall, είπε ότι αποτελεί βασική προτεραιότητα για τις χώρες της Βαλκανικής και της Μαύρης Θάλασσας να ενισχύσουν τις διακρατικές συμφωνίες και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες «Το ευρωπαϊκό πρότζεκτ βασίζεται κυρίως στην αλληλεγγύη», τόνισε η Ρουμάνα υπουργός, ωστόσο, εξέφρασε την άποψη ότι η αλληλεγγύη δεν πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά σε αριθμούς. Επίσης, χαρακτήρισε ιδιαίτερα σημαντική, σε ό,τι αφορά τη λήψη αποφάσεων, την ανάληψη της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη Ρουμανία, το πρώτο εξάμηνο του 2019.

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε και στο λεγόμενο «διάδρομο του Δούναβη», υπογραμμίζοντας ότι σε περίπτωση που αναδειχθεί θα μπορούσε να αποτελέσει εξαιρετική λύση για τη διακίνηση προϊόντων από τη βόρεια και κεντρική Ευρώπη προς και από τις αγορές της Ανατολής.

Ο Ozan Tylan Uzel, εκπρόσωπος της τουρκικής εταιρίας Arkas Shipping Ηolding, που όπως είπε κατέχει την 21η θέση παγκοσμίως στη διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων, χαρακτήρισε αρνητική, από οικονομικής άποψης, την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στον κλάδο των θαλάσσιων μεταφορών και ανέφερε ότι οι προβλέψεις είναι δυσοίωνες για το μέλλον όλων αυτών των εταιριών, σε παγκόσμιο επίπεδο, αν δεν αυξηθούν τα ναύλα.

Όπως είπε, τα τελευταία πέντε τρίμηνα ο κλάδος δεν είναι επικερδής, γεγονός που οδηγεί σε πτωχεύσεις και συγχωνεύσεις. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι η τιμή των καυσίμων (πετρέλαιο) των πλοίων από 140 δολάρια τον τόνο – που ήταν τον Ιανουάριο του 2016 – αυξήθηκε σε 33ο δολάρια τον περασμένο Ιανουάριο, ενώ τα ναύλα παραμένουν στα ίδια επίπεδα. «Το 90% περίπου των εμπορευμάτων διακινούνται μέσω θαλάσσης με κοντέϊνερς και χαμηλά κόστη. Σε περίπτωση που επιλεγούν άλλοι τρόποι μεταφοράς θα αυξηθούν και οι τιμές των εμπορευμάτων, σε παγκόσμιο επίπεδο σε βάρος των καταναλωτών», είπε ο κ. Uzel. «Οι ναυτιλιακές γραμμές δεν πρόκειται να επιβιώσουν αν δεν υπάρξει μια ουσιαστική ανάκαμψη σε επίπεδο ναύλων. Οι ναύλοι είναι σήμερα πολύ χαμηλοί», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Αυτή η ανάρτηση είναι επίσης διαθέσιμη στο: Greek Serbian